- εθνικοσοσιαλιστικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικοσοσιαλισμό ή τον εθνικοσοσιαλιστή (βλ. λ.λ.): Εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνικοσοσιαλιστικός — ή, ό [εθνικοσοσιαλισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικοσοσιαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γερμ. Nationalsozialismus)] … Dictionary of Greek